ακροβολίζομαι — ακροβολίζομαι, ακροβολίστηκα, ακροβολισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ἀκροβολιζομένων — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid fem gen pl ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζέσθων — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres imperat mid 3rd pl ἀκροβολίζομαι throw from afar pres imperat mid 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολισάμενον — ἀκροβολίζομαι throw from afar aor part mid masc acc sg ἀκροβολίζομαι throw from afar aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζομένης — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζομένοις — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζομένους — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζόμενοι — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιζόμενος — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)